- ἀμεταβλήτων
- ἀμετάβλητοςunchangeablemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άτομο και όχι στο σύνολο ή σε ομάδα («ατομικός λογαριασμός», «ατομική υπόθεση») 2. φρ. α) «ατομικά δικαιώματα» ή «ατομικές ελευθερίες» μορφές εγγύησης του Συντάγματος από πιθανές αυθαιρεσίες των φορέων της … Dictionary of Greek
μηχανοκρατία — (Φιλοσ.). Όρος που αναφέρεται στις θεωρίες που οδηγούν στην ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, σύμφωνα με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Κλασικά παραδείγματα μ. στην ιστορία… … Dictionary of Greek
πραγματισμός — (pragmatisme). Τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας της οποίας το όνομα (από την ελληνική λέξη πράγμα) υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, θεμελιωτής της … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
αιτιοκρατία ή ντετερμινισμός — (determinismus). Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η κατάσταση του κόσμου σε μια ορισμένη στιγμή μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της προηγούμενης κατάστασής του και αιτία της μελλοντικής του κατάστασης, η οποία, επομένως, μπορεί εύκολα να… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ — (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Σιλβέστερ, Τζέιμς Γιόζεφ — (Sylvester). Άγγλος μαθηματικός (Λονδίνο 1814 – 1897). Αφιερώθηκε πρώτα στις νομικές σπουδές αλλά το 1854 ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και αργότερα δίδαξε στη στρατιωτική Ακαδημία του Γούλγουιτς. Αργότερα, από το 1876, ως το 1883, δίδαξε στο… … Dictionary of Greek
Χίλμπερτ, Ντάβιντ — (Hilbert, Κένιξμπεργκ, σήμερα Καλίνιγκραντ 1862 – Γκέτινγκεν 1943). Γερμανός μαθηματικός. Είναι ένας από τους θεμελιωτές της τάσης να αποδοθεί ο μαθηματικός συλλογισμός σε αξιώματα και γενικούς τύπους, η οποία εμφανίστηκε στα μαθηματικά του 20ού… … Dictionary of Greek